- ἐνηχοῦμαι
- ἐνηχέωto be resonantpres ind mp 1st sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ενηχώ — ἐνηχῶ, έω; (AM) [ένηχος] μσν. παθ. ἐνηχοῡμαί τι (για πρόσ.) ακροάζομαι, ακούω («καὶ ἐνηχηθῶμεν τήν γεννήτορος φωνήν», Μηναία) αρχ. 1. ηχώ μέσα 2. ηχώ στο αφτί κάποιου, αντηχώ («οἱ δαιμόνων λόγοι διὰ πάντων φερόμενοι, μόνοις ἐνηχοῡσι τοῑς ἀθόρυβον … Dictionary of Greek